- πλεσώνης
- πλεσώνης, ου, ὁ, title of EgyptianA priest, Rev.Épigr.1.146 ([place name] Abydos). (π- represents the definite article.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλεσώνης — ὁ, Α τίτλος Αιγυπτίων ιερέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεσῶνις «πρωθιερέας αιγυπτιακού ναού», το π τού τ. αντιπροσωπεύει το οριστικό άρθρο] … Dictionary of Greek